λαφυροπώλιον

λαφυροπώλιον
λαφυροπώλιον
sale of booty
neut nom/voc/acc sg
λαφῡροπώλιον , λαφυροπωλέω
sell booty
imperf ind act 3rd pl (doric)
λαφῡροπώλιον , λαφυροπωλέω
sell booty
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαφυροπώλιον — και λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) [λαφυροπώλης] 1. τόπος όπου πουλούσαν τα λάφυρα («αὐτοὶ πειρατεύοντες ἢ τοῑς πειραταῑς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες», Στράβ.) 2. (ο τ. λαφυροπώλιον) πώληση λαφύρων …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπώλια — λαφυροπώλιον sale of booty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφυροπωλείον — λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) βλ. λαφυροπώλιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”